Προσπαθώ να θυμηθώ τι στο καλό είχαν εκείνες οι χριστουγεννιάτικες γιορτές κι ήταν Ολόφωτες.

Τι πιο πολύ υπήρχε, τότε, πάνω στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι; πόσο περισσότερα καλούδια; Η βρασμένη κότα με το ρύζι, αυγοκομμένη και μπόλικο λεμόνι, το χριστόψωμο, κρασί, τυρί· κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Τίποτε περσότερο.

Κάνω προσπάθεια να ξαναθυμηθώ πόσο πιο ζεστά ήταν τα σπίτια, τα ρούχα που φορούσαμε, το νερό στη βρύση του σπιτιού. Φέρνω στο μυαλό ένα μαγκάλι δίπλα στο μεγάλο ντιβάνι της γιαγιάς. Για να την ζεσταίνει, κι αυτήν και ολόκληρο το σπίτι. Το χωμάτινο δάπεδο τής κουζίνας - αιώνια υγρό - απορροφούσε με απληστία όλη τη θερμότητα του κάρβουνου. Τους τοίχους διαπερνούσε μόνιμα μια λεπτή υγρασία, κι οι πόρτες, τα παράθυρα έχασκαν από παντού.

Κι όμως εκείνες οι γιορτές των Χριστουγέννων ήταν ζεστές, ολόθερμες, μέχρι βαθιά το κόκκαλο. Και πάμφωτες. Τι διαφορετικό είχαν λοιπόν κι από πού ερχότανε η τόση λάμψη;

Το δέντρο στολισμένο με κυπαρισσόμηλα τυλιγμένα σε χαρτιά πολύχρωμα από καραμέλες. Μια φάτνη χάρτινη, η Παναγία , ο Χριστός, τα πρόβατα κολλημένα μ' αλευρόκολλα γέρνανε προς τα πίσω έτοιμα να γκρεμοτσακιστούν. Οι δρόμοι, έξω, με φώτα τσιμπλιάρικα, κι η πόλη ήσυχη, μια επαρχία τής δεκαετίας τού '50.

Προσπαθώ να θυμηθώ τι είχαν τα Χριστούγεννα εκείνων των καιρών και ήταν Ολόφωτα. ( Είμαι απολύτως βέβαιος πως έτσι ήταν, δεν τα ωραιοποιεί η νοσταλγία, τα έχω μπροστά στα μάτια μου).

Άραγε επιθυμούσαμε περισσότερα και τότε; Ναι, πολλά. Όμως δεν τα απαιτήσαμε ποτέ «εδώ και τώρα». Ξέραμε ότι θα δουλέψουμε. Με τα χέρια μας , με το μυαλό για να αλλάξουμε τις συνθήκες της ζωής μας. Εμείς. Δεν ζητήσαμε απ' τους δικούς μας τίποτα. Και έτσι εκείνες οι στερήσεις μάς ωρίμασαν νωρίς, έγιναν κίνητρα δημιουργίας και πήραμε μαθήματα ζωής. Η ένδεια μάς έμαθε να εκτιμάμε το ελάχιστο που έχουμε, κι ούτε στην φενάκη τού «εδώ και τώρα» υποκύψαμε, ούτε πιστέψαμε ποτέ στο σύνθημα-απάτη «τα θέλω όλα και τα θέλω τώρα».

Μα ούτε είχε περάσει, τότε, απ' το μυαλό μας ότι εκείνες τις οδυνηρές στερήσεις θα τις λογαριάζαμε, στο μέλλον, σαν προσωπικό μας πλούτο. Σαν πολύτιμη περιουσία μας, κι αυτές.

Τι είχαν παραπάνω, λοιπόν, εκείνα τα Χριστούγεννα; πού το βρίσκαν τόσο φως και τόση ζεστασιά που ακόμα τα αναζητάμε; παρά τις φωταψίες γύρω μας, τις πληθωρικές γιρλάντες, τα αναμμένα νύχτα-μέρα σώματα καλοριφέρ, τα τζάκια που τριζοβολάνε, τις απαστράπτουσες αίθουσες των ρεβεγιόν, τις λαλίστατες τηλεοπτικές οθόνες

.

Ω, βέβαια ! Είχαμε τότε κάτω από το προσκεφάλι μας, θυμάμαι, έναν Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη νάμα και βάλσαμο που ζέσταινε τη φαντασία μας, πυροδοτούσε την ψυχή. Γιατί 'οι ευφρόσυνοι ρυθμοί των Χριστουγέννων, όλες οι φωτεινές παραμυθίες έχουν μια διάσταση ποιητική, που θέλουνε το βλέμμα ενός αλαφροΐσκιωτου για να αποκαλυφθούν· απαιτούν τη γενναιοδωρία της δικής του γλώσσας για να καταγραφεί η γοητεία των πραγμάτων.

Γι' αυτό και ό,τι έχει απομείνει απ' το πνεύμα των χριστουγεννιάτικων γιορτών, διασώζεται μονάχα στη μνήμη απ' τα παιδικά μας χρόνια. Ο περιθωριακός κοσμοκαλόγερος έχει χαράξει στο μυαλό χριστουγεννιάτικες εικόνες, έχει ψιθυρίσει πλάγιους ήχους κατανυκτικούς στ' αυτί μας, έχει εμφυσήσει μέσα μας την ουσία της γιορτής.

Κι ο κόσμος του, σαν ύφος και σαν ήθος εννοώ, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

 

*Ο Κώστας Λογαράς είναι Φιλόλογος- Συγγραφέας

 

 

Επισκέπτες του ιστοχώρου μας:

2.png3.png0.png4.png7.png2.png
Μέσα στην ημέρα:2
Μέσα στο μήνα:504
Συνολικά:230472